- διάπειρα
- διάπειρα, η (AM) [πείρα]η πείρα, το να έχει κανείς γνωρίσει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπείρᾳ — διαπείρᾱͅ , διάπειρα crucial experiment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάπειρα — crucial experiment fem nom/voc sg διαπείρω drive through aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπειραθέντα — διαπειρᾱθέντα , διαπειράομαι make trial aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) διαπειρᾱθέντα , διαπειράομαι make trial aor part mp masc acc sg (attic) διαπειρᾱθέντα , διαπειράομαι make trial aor part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπειρασόμενον — διαπειρᾱσόμενον , διαπειράομαι make trial fut part mp masc acc sg (attic) διαπειρᾱσόμενον , διαπειράομαι make trial fut part mp neut nom/voc/acc sg (attic) διαπειρᾱσόμενον , διαπειράομαι make trial fut part mp masc acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπειράσει — διαπειρά̱σει , διαπειράομαι make trial fut ind mp 2nd sg (attic) διαπειρά̱σει , διαπειράομαι make trial fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) διαπειρά̱σει , διαπειράομαι make trial aor subj act 3rd sg (attic epic) διαπειρά̱σει , διαπειράομαι make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπείρας — διαπείρᾱς , διάπειρα crucial experiment fem acc pl διαπείρᾱς , διάπειρα crucial experiment fem gen sg (attic doric aeolic) διαπείρᾱς , διαπείρω drive through aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διαπείρᾱς , διαπειράομαι make trial… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπειραθῆναι — διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf mp (attic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf mp (doric aeolic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf pass (attic) διαπειρᾱθῆναι , διαπειράομαι make trial aor inf pass… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπειραθέντες — διαπειρᾱθέντες , διαπειράομαι make trial aor part mp masc nom/voc pl (attic) διαπειρᾱθέντες , διαπειράομαι make trial aor part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) διαπειρᾱθέντες , διαπειράομαι make trial aor part pass masc nom/voc pl (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπειρασάντων — διαπειρᾱσάντων , διαπειράομαι make trial aor part act masc/neut gen pl (attic) διαπειρᾱσάντων , διαπειράομαι make trial aor imperat act 3rd pl (attic) διαπειρᾱσάντων , διαπειράομαι make trial aor part act masc/neut gen pl (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπειρασόμενος — διαπειρᾱσόμενος , διαπειράομαι make trial fut part mp masc nom sg (attic) διαπειρᾱσόμενος , διαπειράομαι make trial fut part mp masc nom sg (doric aeolic) διαπειρᾱσόμενος , διαπειράομαι make trial fut part mid masc nom sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)